Θάλεια και Ερατώ… οι κόρες του κύριου Κ… οι μούσες της οδούς Μυθύμνης… οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος… οι πρωταγωνίστριες του νέου βιβλίου της Μαρίνας Παπαγεωργίου “Πιες το τσάι σου Σεμίραμις” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάκτος…
Ένα νοσταλγικό ταξίδι ενηλικίωσης είναι το καταπληκτικό βιβλίο της κυρίας Παπαγεωργίου και σήμερα μας μιλά για αυτό στην πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που ακολουθεί…
- Κυρία Παπαγεωργίου αρχικά θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την παρουσία σας στο bookstories.gr. Mιλήστε μας για την πορεία ζωής που ακολουθήσατε και σε ποιο σημείο της συναντηθήκατε με τη συγγραφή;
Εγώ σας ευχαριστώ για την φιλοξενία! Η πορεία ξεκίνησε στην Κυψέλη της δεκαετίας του ’60, μια εποχή που συναγωνιζόμασταν ποιος θα διαβάσει τα περισσότερα βιβλία από τη δανειστική βιβλιοθήκη του σχολείου. Αρρώσταινα και κάθε τόσο, οπότε έκανα και «ντεμαράζ» διαβάσματος! Εξαιρετικό εφαλτήριο και το σχολείο μου, με έντονο φιλολογικό προσανατολισμό και αγάπη για τις τέχνες, εκεί μπήκαν και οι πρώτες αναγνωστικές σφραγίδες. Αγγλική Λογοτεχνία η συνέχεια των “bookstories” μου κι έπειτα όλα … «ξυστά» από τη λογοτεχνία. Ωστόσο, με πολύ γράψιμο: μετάφραση, δημοσιογραφία και πάντα σημειώσεις, επεισόδια, σκηνές και σκέψεις στο συρτάρι. Έπειτα οικογένεια, λιγότερο διάβασμα, λιγότερο γράψιμο. Η συνέχεια ήταν η επιστροφή σε αυτό που πάντα αγαπούσα κι ονειρευόμουν με σχεδιάσματα, ιδέες κι εμμονές, στο χαρτί και στο μυαλό.
- Το Πιες το τσάι σου, Σεμίραμις είναι το νέο σας βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάκτος και το δεύτερο στην σειρά. Θα θέλατε να μας μιλήσετε για αυτό;
Μετά τη συλλογή διηγημάτων μου Γλυκιά Πενικιλίνη που κυκλοφόρησε το 2018, άφησα τις σημειώσεις και τις ιδέες μου στην άκρη «να ξεκουραστούν», όπως κάνουμε με τη ζύμη. Κι έπειτα, ξεκίνησε η περιπέτεια της «Σεμίραμις» ή, μάλλον, της Θάλειας που είναι η αφηγήτρια της ιστορίας. Είναι μια διαδρομή «όψιμης ενηλικίωσης» και, προφανώς, μια τέτοια ιστορία θέλει το χώρο της για να ξετυλιχτεί. Κι έτσι, έχουμε ένα μυθιστόρημα, με τα έργα και τις ημέρες της Θάλειας «και των λοιπών συγγενών» θα λέγαμε, ή … ίσως και όχι. Όπως λέει η Θάλεια, τις συγγένειες συχνά τις φτιάχνει η ζωή και όχι το οικογενειακό δέντρο.
- Ποιος/Ποια ήταν ο νονός/ νονά του βιβλίου και τι συμβολίζει για εσάς αυτός ο τίτλος;
Όσο παράλογο κι αν ακούγεται αυτό, στην ιστορία υπάρχει μια νονά, η κυρία Σωτηρία, που δεν έχει βαφτίσει ποτέ κανέναν με λάδι. Επίσης, όσο «παράλογο» ακούγεται και τούτο, νονός είναι ο Ευγένιος Ιονέσκο. Κι όσο αντιφατική κι αν φαίνεται η ερμηνεία, για μένα ο τίτλος «παντρεύει» την ακατάπαυστη ενέργεια με την ηρεμία μιας λίμνης.
- Μιλήστε μας λίγο για τον κύριο Κ που αποτελεί πρωταγωνιστή με την απουσία του. Ήταν πολλά αυτά που δεν ειπώθηκαν στο βιβλίο;
Ο ανατριχιαστικός κύριος Κ. σκιαγραφείται, είναι αλήθεια. Στη μυθοπλασία, τα επινοημένα πρόσωπα, καθώς εξελίσσονται, κινούν τα νήματα και οδηγούν την πένα του συγγραφέα. Δημιούργησα την κόρη του κύριου Κ., τη Θάλεια, μια κόρη που δεν θέλει να μείνει από τον κύριο Κ. παρά μια σκιά. Πώς να σου επιτρέψει μια τέτοια κόρη που «θέλει να βγάλει από μέσα της αυτόν τον ξένο» ν’ αποκαλύψει όσα θέλει να πετάξει πίσω της; «Ήμουν μωρό κι ο Κ. με μετέφερε μαζί με τα έπιπλά του». Η Θάλεια εξομολογείται ως εκεί που θέλει για τον διόλου πατρικό πατέρα της – και προχωρεί. Το ίδιο και η φαντασία κάθε αναγνώστη εκεί όπου υπάρχει υπαινιγμός∙ η σκιά του κακού κύριου Κ. απλώνεται στο βιβλίο και «πολλαπλασιάζεται» έξω από αυτό.
- Θάλεια και Ερατώ… οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Τόσο όμως διαφορετικές. Πονέσατε και για τις δυο το ίδιο γράφοντας την ιστορία σας;
Θα το πω διαφορετικά, μέσα από αυτό που μου συμβαίνει όταν διαβάζω ιστορίες γραμμένες από άλλους ανθρώπους. Το βαθμό του δεσίματός μου με τα μυθιστορηματικά πρόσωπα τον μετράω από το πόσο μου λείπουν μετά την τελευταία σελίδα, το επόμενο διάστημα. Η Θάλεια κι η Ερατώ. Η μια δεν υπάρχει χωρίς την άλλη. Τη μια την ζεις μέρα τη μέρα: η Θάλεια ζει με αγωνία, με το πάθος να κρατήσει τη μουσική καρέκλα της ζωής της, η Θάλεια θέλει να ζει 8 μέρες την εβδομάδα. Η Ερατώ, καμιά. Βγαίνει λιγότερο στη σκηνή η Ερατώ, μου λείπει όμως το ίδιο.
- Αν θα σας ζητούσαν να περιγράψετε το Πιες το τσάι σου, Σεμίραμις με τρεις λέξεις, ποιες θα ήταν αυτές;
Η Οδός Μνήμης.
- Τι θα θέλατε να νοιώσει ο αναγνώστης τελειώνοντας το βιβλίο σας;
Όταν κλείνω ένα βιβλίο, αγαπώ να νιώθω πως έχασα την παρέα μου, τους φίλους μου. Τους συναρπαστικά σαγηνευτικούς και τους συναρπαστικά απεχθείς. Αν ο αναγνώστης έχει κάνει παρέα με τα πρόσωπα, αν έχει σταθεί σε κάποιες αράδες, αν έχει φανταστεί κάποιες εικόνες με τον δικό του τρόπο και, δεν θα πω «αν έχει συγκινηθεί», θα προτιμήσω να πω αν έχει γελάσει, θα είμαι ευτυχής γι’ αυτό το μοίρασμα.
- Κατά την συγγραφή ενός έργου σας, δείχνετε το κείμενο και ζητάτε την συμβουλή κάποιου δικού σας ανθρώπου ή το κρατάτε για τον εαυτό σας μέχρι την ολοκλήρωση του;
Έχουν συμβεί και τα δυο. Στην περίπτωση της Σεμίραμις, είχα ανάγκη ν’ ακούσω το μυθιστόρημα ολόκληρο, Όταν ακούς το κείμενο, τα φάλτσα του χτυπάνε σαν «σφυριές» στ’ αυτιά σου κι έτσι το κείμενο «σε βάζει στη θέση σου». Όσο να ‘ναι, ένα μυθιστόρημα είναι κάπως μεγάλο, η δική μου φωνή με κουράζει, κι έτσι μου διάβασε όλο το κείμενο η αδελφή μου. Τα φάλτσα «ίσιωσαν» κι εμείς περάσαμε καλά∙ η αδελφή μου, βέβαια, καλύτερα, διότι εμένα τα φάλτσα με πονούν.
- Έχετε κάποιο συγγραφικό στόχο ή αλλιώς ένα όνειρο που θέλετε να πετύχετε στα επόμενα χρόνια;
Όχι μόνο συγγραφικό, αλλά και αναγνωστικό. «Αναζητώντας το χαμένο (αναγνωστικό) χρόνο». Πολλά περιμένουν να διαβαστούν κι ανάμεσά τους το σύνολο του συγκεκριμένου έργου. Κι έπειτα, όταν έρθει η στιγμή του γραψίματος, ελπίζω να τα πούμε «σε γ’ πρόσωπο».
- Για το τέλος, θα θέλατε να μοιραστείτε μια βαθύτερη σκέψη σας με τους αναγνώστες σας;
Θα ήθελα να μοιραστώ ένα ερώτημα. Η Θάλεια λέει συχνά, «η ζωή είναι μια σειρά από καθόλου τυχαίες συμπτώσεις». Κι εγώ αναρωτιέμαι.