Υπάρχουν βιογραφίες ανθρώπων που γνωρίζεις αρκετά καλά και που απλά σου προσθέτουν κάποιες λίγες επιπλέον γνώσεις για την ζωή τους ή κάποιες ίσως πικάντικες λεπτομέρειες που δεν είχαν γίνει γνωστές. Υπάρχουν όμως και βιογραφίες ανθρώπων που ίσως τους έχεις ακουστά, ίσως έχεις διαβάσει αποσπασματικά κάτι για την ζωή τους και που έρχονται με λόγια απλά και κατανοητά να σκάψουν την ζωή των ανθρώπων, που αφηγούνται στις σελίδες τους. Μια από αυτές τις βιογραφίες είναι και αυτή του Αλέξανδρου Ιόλα , γραμμένη από την ανιψιά του, Ελένη Κουτσούδη- Ιόλα, στο βιβλίο ” Ο θείος μου, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΙΟΛΑΣ, Ο άνθρωπος πίσω από τον Μύθο” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας.
Ο Αλέξανδρος Ιόλας (26 Μαρτίου 1908 – 8 Ιουνίου 1987) ήταν Έλληνας γκαλερίστας και σημαντικός συλλέκτης έργων μοντέρνας τέχνης. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ως Κωνσταντίνος Κουτσούδης και ήταν γόνος ευκατάστατης οικογένειας βαμβακεμπόρων. Ο ίδιος ωστόσο έδειξε από νωρίς την κλίση του στις τέχνες κι έτσι το 1928 αποφάσισε να ανοίξει τα φτερά του μετακομίζοντας στην Αθήνα. Εκεί ο Αλέξανδρος Ιόλας άρχισε να συναναστρέφεται με έναν σημαντικό καλλιτεχνικό κύκλο ανθρώπων όπως τον Κωστή Παλαμά και τον Άγγελο Σικελιανό, ο οποίος μάλιστα διαδραμάτισε ρόλο δασκάλου στη ζωή του Ιόλα, αλλά και την Εύα Πάλμερ – Σικελιανού. Στην Αθήνα ξεκινά τα πρώτα του βήματα στον χορό. Το 1930, με προτροπή του Δημήτρη Μητρόπουλου, έφυγε για το Βερολίνο, όπου αφιερώθηκε στις σπουδές χορού. Σπούδασε στη σχολή που διατηρούσε το ζεύγος Tatjana και Victor Gsovsky, ενώ έλαβε μέρος στο Salzburg Festival από το 1931 έως το 1932. Τον Νοέμβριο του 1932, ο Ιόλας μετακόμισε στο Παρίσι όπου συνέχισε να μελετά μπαλέτο με πολύ σημαντικούς δασκάλους, ενώ παρακολούθησε και κάποια μαθήματα Τέχνης στη Σορβόννη. Το 1935, ο Αλέξανδρος Ιόλας πήγε στη Νέα Υόρκη. Εκεί, στις υπέγραψε συμβόλαιο με τον χορευτικό θίασο Ballet Productions και έκανε το ντεμπούτο του στο Metropolitan Opera House, χορεύοντας την La Traviata. Το 1945 ο Αλέξανδρος Ιόλας ορκίστηκε Αμερικανός πολίτης υπογράφοντας ως Constantine Coutsoudis, αφού η επίσημη αλλαγή του ονόματός του έγινε αργότερα. Ως Jolas Coutsoudis είχε ήδη εμφανιστεί σε θεατρικά προγράμματα από το 1931, δηλαδή πολύ πριν πάει στην Αμερική. Σταδιακά το Jolas έλαβε τη θέση του πραγματικού του επιθέτου καθώς ήταν πιο εύηχο, δισύλλαβο, και άρα πιο εύκολο στην προφορά. Κυρίως όμως ήταν συμβολικό, αφού συνδεόταν με τον Ιόλαο, ο οποίος ήταν ένδοξο πρόσωπο της μυθολογίας. Αντίστοιχα, το Αλέξανδρος ήταν ένα ένδοξο όνομα, στενά συνδεδεμένο με τη χώρα στην οποία είχε γεννηθεί. Το 1945 είναι η χρονιά που ο Ιόλας αποφασίζει να εγκαταλείψει τον χορό και να διερευνήσει έναν τρόπο μετάβασης προς την Τέχνη.
Την 1 Σεπτεμβρίου 1945 ιδρύθηκε επίσημα στη Νέα Υόρκη η πρώτη γκαλερί του Ιόλα, η Hugo Gallery, προς τιμήν του François Hugo, τελευταίου συζύγου της Donna Maria Ruspoli, στενής φίλης του Ιόλα. Ξεκίνησε εκθέτοντας έργα από Ευρωπαίους σουρεαλιστές καλλιτέχνες. Εκεί, το 1952, ο Ιόλας πραγματοποίησε και την πρώτη έκθεση του Andy Warhol. Το 1954 η γκαλερί επεκτάθηκε και μετονομάστηκε πλέον σε Alexander Iolas Inc. Ο Αλέξανδρος Ιόλας αποτέλεσε έναν από τους πρωτοπόρους στην ανάπτυξη ενός «δικτύου» από αίθουσες τέχνης δορυφόρους μιας κεντρικής γκαλερί ανοίγοντας νέες Alexander Iolas Galleries σε Γενεύη (1963), Παρίσι (1964), Μιλάνο (1966), Ζυρίχη, Μαδρίτη και Ρώμη. Παράλληλα, προώθησε στο εξωτερικό Έλληνες καλλιτέχνες, όπως ο Χατζηκυριάκος Γκίκας, Βαγής, Μόραλης και Τσαρούχης. Συνεργάστηκε επίσης με τη νεότερη γενιά Ελλήνων όπως Τσόκλης, Παύλος, Τάκις, Ακριθάκης, Φασιανός και Μάρα Καρέτσου, οι οποίοι είχαν ήδη ξεκινήσει μια καριέρα στο εξωτερικό.
Έχοντας πλέον αποκτήσει παγκόσμια φήμη, έλεγε συχνά ότι θα γύριζε στην Ελλάδα για να συμβάλει στην πρόοδο της καλλιτεχνικής της ζωής. Άλλωστε η πτώση της χούντας είχε ανοίξει τον δρόμο. Σταδιακά έκλεισε όλες τις γκαλερί του εκτός μίας στη Νέα Υόρκη, κρατώντας έτσι την υπόσχεση που είχε δώσει στον Max Ernst, να σταματήσει όταν εκείνος θα πέθαινε. Στην απόφασή του αυτή, πρέπει να έπαιξε σημαντικό ρόλο και το γεγονός ότι την περίοδο της δεκαετίας του ’70 έφυγαν από τη ζωή πολλοί καλλιτέχνες της παλαιάς φρουράς, άνθρωποι με τους οποίους ο Ιόλας είχε γαλουχηθεί και για τους οποίους έτρεφε βαθιά αγάπη και σεβασμό. Στην Ελλάδα, συνεργάστηκε με διάφορες γκαλερί όπως οι Ζουμπουλάκη-Ιόλα, Μέδουσα, Βίκυ Δράκου, Αίθουσα Τέχνης Αθηνών, Σκουφά.
Από το 1985 μέχρι και τον θάνατό του, το 1987, ο Ιόλας αντιμετωπίστηκε με κακεντρέχεια από μεγάλη μερίδα του ελληνικού Τύπου ο οποίος δημιούργησε για εκείνον μία χυδαία εικόνα. Κατηγορήθηκε μέχρι και για αρχαιοκαπηλία, μία υπόθεση που δεν πρόλαβε ποτέ να φτάσει στο δικαστήριο γιατί πέθανε, ενώ οι όποιες άλλες κατηγορίες εξανεμίστηκαν, αφού ήταν αβάσιμες. Με πρωτοβουλία του Κώστα Γαβρά, υπήρξε από το εξωτερικό μία προσπάθεια υπεράσπισης του Ιόλα, την οποία συνυπέγραψαν πολλές διεθνείς προσωπικότητες, ανάμεσά τους και η βυζαντινολόγος – ιστορικός Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ.
Το 1984, δώρισε στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης 47 έργα σύγχρονης τέχνης από την προσωπική του συλλογή, ενώ υποσχέθηκε να προσθέσει και άλλα στη δωρεά. Την υπόσχεσή του αυτή δεν πρόλαβε τελικά να την εκπληρώσει, καθώς το 1987 ο Αλέξανδρος Ιόλας απεβίωσε, σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης, νικημένος από τη νόσο του AIDS.
Αυτή είναι πολύ περιληπτικά η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ζωή του Αλέξανδρου Ιόλα. Αυτά μπορεί να βρει ο καθένας με μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο. Αυτό που έρχεται να προσθέσει το βιβλίο της κυρίας Κουτσούδη, είναι η πινελιά ή αλλιώς το χάδι που ακουμπά πάνω στις λέξεις, ένας άνθρωπος που αποτέλεσε οικογένεια του και τον αγάπησε πραγματικά. Η ίδια όμως δεν μένει στις αναμνήσεις τις δικές της ή της οικογένειας της. Που αναπόφευκτα θα είναι πασπαλισμένες με πολύ αγάπη. Θέλοντας να είναι όσο αντικειμενική γίνετε πραγματοποιεί μακροχρόνια έρευνα και παραθέτει ένα πλήθος ντοκουμέντων. Από επιστολές, ιατρικές γνωματεύσεις, λίστες δωρεών, φωτογραφίες μέχρι μαρτυρίες ανθρώπων που τον γνώριζαν.
Στην αφήγηση της δεν αφήνει τίποτα απέξω. Τα χρόνια της δόξας αλλά και τα χρόνια της κατακραυγής. Τα δύσκολα που ακολούθησαν του θανάτου του. Προσωπικά μου έκανε πολύ εντύπωση το κεφάλαιο που αναφέρετε στην λεηλασία του σπιτιού του Ιόλα και της αρπαγής των έργων τέχνης που φυλάσσονταν εκεί. Αν θα έπρεπε να κρατήσω κάτι θα ήταν το έξης…
“Οι διαφορές μεταξύ ψευδών και πραγματικών αναμνήσεων είναι όπως τα κοσμήματα: πάντα τα ψεύτικα φαίνονται πιο αληθινά και λαμπερά” είχε πει ο Salvador Dali. Έτσι ακριβώς συμβαίνει και με τις πληροφορίες του γραπτού Τύπου ή των social media. Όσο πιο ψευδείς είναι , τόσο πιο ελκυστικές γίνονται για το κοινό…
Και νομίζω πως αυτό συγκεντρώνει και την ουσία της όλης προσπάθειας της συγγραφέως… Να αποκαταστήσει την εικόνα του Αλέξανδρου Ιόλα, καθώς μετά τον θάνατο του βρεθήκαν πολλοί που καπηλεύτηκαν το όνομά του και που θέλησαν να αμαυρώσουν την μνήμη του.
Λίγα λόγια για την συγγραφέα:
Η Ελένη Κουτσούδη-Ιόλα γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Κλινική Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εξειδικεύτηκε στην Οικογενειακή Θεραπεία και ίδρυσε το Θεραπευτικό Εργαστήρι Οικογενειακών Σχέσεων, στο οποίο πρωτοστάτησε για 25 χρόνια. Την ενδιέφερε ιδιαίτερα το εκπαιδευτικό κομμάτι και διεξήγαγε Κλινικά Προγράμματα Συστημικής Προσέγγισης καθώς και Αξιολογήσεις Προσωπικότητας σε φοιτητές ψυχολογίας. Μέχρι σήμερα αφιερώνει τον χρόνο της στην εποπτεία ψυχοθεραπευτών.
Από το 2018 ασχολείται και με τη συγγραφή. Το παρόν βιβλίο είναι το πρώτο έργο της που δημοσιεύεται.